επισταθμια

επισταθμια
    ἐπισταθμία
    ἐπι-σταθμία
    ἥ
    1) расквартирование, постой
    

(ἐπισταθμίαν ποιεῖσθαι παρά τινι Diod.)

    2) постойная повинность
    

(τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξαι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επισταθμια" в других словарях:

  • ἐπισταθμία — ἐπισταθμίᾱ , ἐπισταθμία lodging fem nom/voc/acc dual ἐπισταθμίᾱ , ἐπισταθμία lodging fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισταθμία — η (AM ἐπισταθμία Α και ἐπισταθμεία) [επίσταθμος] κατάλυμα νεοελλ. η παραμονή στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους κατά τη διάρκεια πορείας αρχ. υποχρέωση παροχής καταλύματος σε στρατιώτη …   Dictionary of Greek

  • ἐπισταθμίας — ἐπισταθμίᾱς , ἐπισταθμία lodging fem acc pl ἐπισταθμίᾱς , ἐπισταθμία lodging fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμίαν — ἐπισταθμίᾱν , ἐπισταθμία lodging fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμιῶν — ἐπισταθμία lodging fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμίαις — ἐπισταθμία lodging fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσταθμος — η, ο (Α ἐπίσταθμος, ον) [σταθμός] αυτός που σταθμεύει σε έναν τόπο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επίσταθμος ο επιμελητής τής επισταθμίας, αυτός που πήρε εντολή να προετοιμάσει επισταθμία αρχ. 1. ο φρουρός στην είσοδο σταθμού 2. ο υπεύθυνος τού… …   Dictionary of Greek

  • επισταθμεία — η βλ. επισταθμία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»